- γεωμιγής
- γεωμῐγής, ές,A mixed with earth, Str.12.7.3, Placit.3.2.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεωμιγής — γεωμιγής, ές (Α) ανακατεμένος με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + μιγής < εμίγην (παθ. αόρ. β τού μείγνυμι)] … Dictionary of Greek
γεωμιγές — γεωμιγής mixed with earth masc/fem voc sg γεωμιγής mixed with earth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμιγοῦς — γεωμιγής mixed with earth masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek